- Αὐτολύκῳ
- Αὐτόλυκοςmasc dat sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Ἀυτολύκῳ — Ἀυτολύκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Αὐτολύκωι — Αὐτολύκῳ , Αὐτόλυκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀυτολύκωι — Ἀυτολύκῳ , Ἀυτολύκος masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
εγκονίομαι — ἐγκονίομαι (Α) κυλιέμαι στην άμμο μετά το ἄλειμμα και πριν από την πάλη («Αὐτολύκῳ τούτῳ ἱκανὴ γένοιτο ἐγκονίσασθαι», Ξεν.) … Dictionary of Greek